κάμερσπιλ

κάμερσπιλ
(kammerspiel). Γερμανικός όρος που αναφέρεται στο θέατρο δωματίου. Υποδηλώνει έναν τύπο μικρού θεάτρου που εμφανίστηκε στη Γερμανία στις αρχές του 20ού αι., με σκοπό να παρουσιάζει έργα σύντομα και με λίγα πρόσωπα σε οικεία ατμόσφαιρα περισυλλογής, όπου –εξαιτίας της στενότητας του χώρου– θα μπορούσε με την απαγγελία, την άρθρωση, τη σκηνοθεσία και τη συμβολική και υποβλητική σκηνογραφία να προβληθεί κάθε απόχρωση του κειμένου. Στο κ. δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές· κάθε ηθοποιός παίζει και απαγγέλλει με σκοπό να επιτευχθεί συλλογικά ένα ποιητικό αποτέλεσμα. To κ., το οποίο ιδρύθηκε το 1906 από τον Μαξ Ράινχαρτ, επιβλήθηκε πολύ σύντομα με τις προσεγμένες παραστάσεις του και αποτέλεσε υπόδειγμα για τα μεταγενέστερα κ. του Μονάχου (1911) και του Αμβούργου (1918). Παρά τις διαφορές στην τεχνοτροπία ή στις τάσεις που έχουν ακολουθήσει, τα κ. αντιπροσωπεύουν ένα είδος ποιητικού θεάτρου, που διαφέρει σαφώς από το εμπορικό θέατρο. Στον κινηματογράφο ο όρος κ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα ιδιαίτερο ρεύμα του γερμανικού κινηματογράφου της περιόδου 1920-24. Η ταινία κ. κινείται σε λίγους χώρους και με λίγα πρόσωπα. Σε μια εξαιρετικά απλή και γραμμική πλοκή αντιστοιχεί μια οξεία εμβάθυνση στην ψυχολογία των προσώπων με καθαρά κινηματογραφικά μέσα. Η πατρότητα του ύφους των ταινιών κ. αποδίδεται στον Καρλ Μάγιερ, εμπνευστή και σεναριογράφο των πιο αντιπροσωπευτικών ταινιών αυτού του ρεύματος: Σκάλα υπηρεσίας (1921), σε σκηνοθεσία των Λέοπολντ Πέσνερ και Πάουλ Λένι, Συντρίμμια (1921) και Νύχτα Πρωτοχρονιάς (1923) του Λούπου-Πικ και Ο τελευταίος άνθρωπος (1924) του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”